-
1 деталь
1. (изображения, чертежа) η λεπτομέρεια 2. (часть физического целого) το εξάρτημα, το τεμάχιο, το κομμάτι, το στοιχείο, το τμήμα, το μέροςвзаимосвязанные - и αλληλοσύνδετα - τα, διασυνδεδεμένα - ταкрепёжная - της στερέωσης/στή-ριξηςнесъёмные - и μόνιμα - τα (πλ.), σταθερά - τα (πλ.)переходная - η συστολή (π.χ. όταν ενώνει σωλήνες διαφορετικής διαμέτρου)3. (детали машин) (научная дисциплина) τα στοιχεία των μηχανών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деталь
-
2 диаметрально
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диаметрально
-
3 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
4 кронциркуль
1. (чертёжный) о διαβήτης με κυρτά σκέλη, ο καμπύλος διαβήτης με ελατήριο 2. (измерительный) о μετρητής της διαμέτρου/διάστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кронциркуль
-
5 микропровод
το μικροσκοπικό σύρμαο μικροσκοπικός αγωγός (διαμέτρου κάτω των 0,05 χιλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микропровод
-
6 натяг
η τάσηη φόρτιση- посадки маш. η διαφορά της μεγαλύτερης διαμέτρου του άξονα από τη μικρότερη της οπής (στην εφαρμογή διά της πίεσης είναι το αντίθετο του διάκενου)предварительный - προκαταρκτική -, η προφόρτισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > натяг
-
7 нутромер
ο μετρητής της εσωτερικής διαμέτρουмикрометрический - μικρομε-τρικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нутромер
-
8 противоположный
1. (противолежащий) αντικρυνός, αντίθετος, στους αντίποδες 2. (совершенно несходный) αντίθετος, ανόμοιοςдиаметрально - εκ διαμέτρου αντίθετος, διαμετρικώς αντίθετος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > противоположный
-
9 редуцирование
1. (понижение давления газа или жидкости) η μείωση της πίεσης 2. (вытяжка пруткового металла) η έλαση/μείωση της διαμέτρου 3 (лингв) η εξασθένιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > редуцирование
-
10 серебрянка
η στρογγυλή χαλύβδινη ράβδος (σε ασημένια απόχρωση διαμέτρου 0,2-25 χιλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > серебрянка
-
11 стан
тех. το έλαστροпрокатный - το εργοστάσιο έλασης, η ελασμα-τοποιητική εγκατάστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стан
-
12 тройник
1. (труб) η ένωση με τρεις κλάδουςη ένωση Τ(ταυ)2. (волноводный) η διακλάδωση, το Τ(ταυ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тройник
-
13 диаметрально
диаметраль||нонареч:\диаметрально противоположный διαμετρικά ἀντίθετος, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος.
См. также в других словарях:
διαμέτρου — διάμετρον measured allowance neut gen sg διάμετρος diametrical masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιόμετρο — Αστρονομικό όργανο. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση μικρών γωνιών στην ουράνια σφαίρα. Την ιδέα της κατασκευής του η. διατύπωσε για πρώτη φορά το 1675 ο Δανός αστρονόμος Ο. Ράιμερ, αλλά ο τελικός σχεδιασμός του έγινε από τον Άγγλο οπτικό Τζ.… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Παλομάρ — (Palomar). Βουνό της Καλιφόρνιας, στο οποίο (σε ύψος περίπου 1.800 μ.), βρίσκεται ένα από τα σημαντικότερα αστρονομικά παρατηρητήρια του κόσμου. Το αστεροσκοπείο αυτό οφείλει τη φήμη του στο γεγονός ότι είναι εγκατεστημένο εκεί το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek